- ελευθεροστομώ
- (ε) αμετ. говорить безбоязненно, прямо, открыто, откровенно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελευθεροστομώ — ( έω) (ΑΜ ἐλευθεροστομῶ) μιλώ ελεύθερα, με ειλικρίνεια νεοελλ. χρησιμοποιώ άσεμνες λέξεις και εκφράσεις … Dictionary of Greek
ἐλευθεροστομῶ — ἐλευθεροστομέω to be free of speech pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐλευθεροστομέω to be free of speech pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξελευθεροστομώ — ἐξελευθεροοτομῶ, έω (Α) [ελευθεροστομώ] ελευθεροστομώ) χωρίς καμιά επιφύλαξη … Dictionary of Greek